Άφαντοι οι “πνευματικοί άνθρωποι”…

Μπόμπος: Πού είναι οι “πνευματικοί άνθρωποι”, μαμά;

Μαμά: Για ποιους πνευματικούς ανθρώπους μιλάς παιδί μου;

Μπόμπος: Να, γι’ αυτούς που ρωτάνε τα παιδιά στο σχολείο πού είναι κρυμμένοι τώρα που έχουμε κρίση.

Μαμά: Δεν ξέρω ποιους εννοούν οι συμμαθητές σου, αλλά να τους πεις άδικα ψάχνουν. Διότι αν υπήρχαν πνευματικοί άνθρωποι με κρίση δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτή την κρίση.

Μπόμπος: Δηλαδή όλοι αυτοί που λέγονται “πνευματικοί άνθρωποι” είναι φαντάσματα;

Μαμά: Όχι! Αυτοί που αυτοαποκαλούνται και τους αποκαλούν πνευματικούς ανθρώπους δεν είναι φαντάσματα. Απλώς δεν είναι πνευματικοί.

Μπόμπος: Και ποιοι θεωρούνται “πνευματικοί άνθρωποι” και δεν είναι, μαμά;

Μαμά: Να, όλοι εκείνοι οι επώνυμοι (αναγνωρίσιμους τους λένε τώρα τελευταία για να μην τους επιτεθούν οι αντιρατσιστές) που περιφέρονται στα κανάλια. Μπορεί να είναι καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ποιητές, μουσικοσυνθέτες, ζωγράφοι, γλύπτες, δημοσιογράφοι και λοιποί καριερίστες που ενδιαφέρονται μόνο για την προβολή και την τσέπη τους.

Μπόμπος: Και γιατί τους λένε όλους αυτούς πνευματικούς ανθρώπους;

Μαμά: Διότι δεν βρίσκουν ποιους άλλους να ονομάσουν έτσι, παιδί μου. Βλέπεις στην εποχή μας δεν υπάρχουν αληθινά πνευματικοί άνθρωποι. Πάντα βέβαια το είδος ήταν σπάνιο, αλλά όλο και έσκαγε μύτη κάποιος πραγματικά πνευματικός άνθρωπος για να φωτίσει το σκοτάδι.

Μπόμπος: Μαμά, για πες μου εδώ στην Ελλάδα πότε ακούστηκε η φωνή των πνευματικών ανθρώπων;

Μαμά: Εννοείς των κατ’ ευφημισμό πνευματικών, ε; Να επί Χούντας, το έπαιζαν πνευματικοί όλοι εκείνοι που αντιστέκονταν, που έγραφαν αντιχουντικά τραγούδια και έφτιαχναν αντιστασιακές οργανώσεις.

Μπόμπος: Δηλαδή το μόνο πρόσφορο έδαφος για να λυθεί η φωνή των κατ’ ευφημισμό πνευματικών ανθρώπων είναι οι χούντες;

Μαμά: Ακριβώς!

Μπόμπος: Κι όλα τα χρόνια που δεν είχαμε στρατιωτική χούντα αλλά τη χούντα της διαφθοράς, δεν ίδρωνε τ’ αυτί τους; Δε φαντάζονταν ότι θα φτάναμε στην εξαθλίωση και στη χρεοκοπία;

Μαμά: Δεν τους απασχολούσε το πού θα φτάναμε παιδί μου. Αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην καριέρα και στη μάσα, και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της διαπλοκής και της διαφθοράς ευνοούσε την άνοδό τους.

Μπόμπος: Και τώρα τι κάνουμε μαμά χωρίς πνευματικούς ανθρώπους;

Μαμά: Αυτό που βλέπεις. Τρώμε τα σκ**ά μας σα λαός, ενώ οι ξένοι μας οικτίρουν και μας φτύνουν.

Μπόμπος: Κάτι άκουσα στο σχολείο για το Νίκο Κούνδουρο. Θεωρείται κι αυτός πνευματικός άνθρωπος;

Μαμά: Μα φυσικά, παιδί μου, κι από τους κορυφαίους μάλιστα. Τι άκουσες γι’ αυτόν;

Μπόμπος: Θα σου δώσω ένα απόσπασμα από τα λόγια του, που κυκλοφορούσε στο σχολείο:

Ν. Κούνδουρος: «Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Έλεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα. (…) Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτρα-πάτρα ελληνικά.»

Μαμά: Αντιπροσωπευτικό το δείγμα παιδί μου. Δυστυχώς οι κατ’ ευφημισμόν “πνευματικοί άνθρωποι” αντιλαμβάνονται το πρόβλημα μόνο όταν το κακό χτυπήσει την πόρτα τους.

Μπόμπος: Και τι θα έπρεπε να κάνουν, μαμά;

Μαμά: Θα είχαν τις κεραίες τους ανοιχτές και θα προειδοποιούσαν εκ των προτέρων για τη θύελλα που ερχόταν στη χώρα μας. Θ’ αφουγκράζονταν τις κραυγές αγωνίας εκείνων που έπεσαν θύματα πολύ πριν απ’ αυτούς και θα προειδοποιούσαν την κυβέρνηση ν’ αποτρέψει τα χειρότερα. Θα βρίσκονταν καθημερινά στις επάλξεις, μη λογαριάζοντας προσωπικό κόστος, καριέρα και χρήματα, και θα νοιάζονταν για το συμφέρον του λαού και τη σωτηρία της χώρας τους. Αλλά επειδή είναι κατ’ όνομα μόνο “πνευματικοί άνθρωποι”, περί το Εγώ τους πάντα τυρβάζουν. Κάπως έτσι φτάσαμε μέχρι τον πάτο.

Μπόμπος: Οι συμμαθητές μου έλεγαν και για κάποιον Ιατρόπουλο που έβριζε. Άκουσες τίποτα;

Μαμά: Ναι, διάβασα κι εγώ το άρθρο του στο Ιντερνέτ και μου έκανε εντύπωση.
«Δ. Ιατρόπουλος:
“Ω …πνευματικοί άνθρωποι, είστε πολύ ξεφτίλες”», είναι ο τίτλος του άρθρου.

Μπόμπος: Πω, πω, ανατριχιάζω, μαμά: Τι άλλο έγραψε ο Ιατρόπουλος;

Μαμά: Θα σου δώσω ένα απόσπασμα για να πάρεις μια ιδέα:

Δ. Ιατρόπουλος: «Ποιος μικροαστικός σεισμός ταρακούνησε ωφελιμιστικά την κρανιακή σας κάψα, ω “πνευματικοί άνθρωποι” αυτής εδώ της πατρίδας, (αν τη θεωρείτε ακόμα πατρίδα την Ελληνίδα Γη) και το βουλώσατε;
Ποιος υπαρξιακός πανικός σας πέταξε στην άκρη των γεγονότων, την ώρα ακριβώς που Εσείς, πρώτες και πρώτοι, έπρεπε να μιλήσετε, να εκραγείτε, να ειδοποιήσετε, να οδηγήσετε;
Ποιος μίζερος λογαριασμός ατομικού μικροσυμφέροντος, άραξε μπροστά απ το χαρτί σας, το τελάρο σας, την κινηματογραφική σας μηχανή, τον υπολογιστή σας, το καμαρίνι σας, το βεστιάριό σας, τα σενάριά σας, τα θεατρικά σας έργα, τα αδημοσίευτα ή δημοσιευμένα σας ποιήματα, τα χίλια μύρια καλλιτεχνικά και πνευματοειδή σας τερτίπια, με τα οποία τόσα χρόνια ισχυρίζεστε ότι παράγετε πολιτισμό;
Που είναι η φωνή σας μωρέ; Πού είναι ο Λόγος σας, γραφτός, προφορικός, έστω κι ένας απλός Λόγος της Τιμής δεν χτύπησε την πόρτα της μαραγκιασμένης σας ψυχής, όπως θα σας έλεγε αν ζούσε ακόμα ο Σεφέρης;»

Μπόμπος: Καλά δεν τα λέει, μαμά;

Μαμά: Θα είχαν νόημα όλα αυτά, αν υπήρχαν πράγματι κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι για να τ’ ακούσουν. Η πλάνη, δηλαδή, του Ιατρόπουλου έγκειται στο ότι πιστεύει πως υπάρχουν κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι στη χώρα μας, οι οποίοι απλά κρύβονται και δε μιλάνε. Όμως δεν κρύβονται. Απλά είναι ανύπαρκτοι. Με άλλα λόγια, ο Ιατρόπουλος βρίζει τους ανύπαρκτους.

Μπόμπος: Μαμά άκουσα ότι μέσα στα SOS για τις Πανελλήνιες είναι και το θέμα «Πνευματικοί άνθρωποι». Τι θα γράψω, αν μπει; Είμαι μπερδεμένος.

Μαμά: Διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο εδώ που δίνει κάποιες απαντήσεις, και μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις στην έκθεσή σου, αν κι εγώ διαφωνώ σε βασικά σημεία.

α. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να συναισθάνεται το ρόλο του μέσα στον κοινωνικό χώρο.
β. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να στρατευθεί και να υπηρετήσει το συγκεκριμένο πλαίσιο της κοινωνικής και πολιτιστικής θέσης του• (…).
γ. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να αναζητά την αλήθεια και να κρίνει• (…).
δ. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να φωτίζει τον κοινωνικό περίγυρο του• (…)
ε. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να αναλαμβάνει ενεργητικούς ρόλους μέσα στην κοινωνική ζωή• η φωνή του πρέπει να ακούγεται σταθμισμένη και διεγερτική• (…)

Μπόμπος: Και πού διαφωνείς μαμά;

Μαμά: Να, με ενοχλεί αυτό το πρέπει. Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να κάνει αυτό, εκείνο και τ’ άλλο. Ο αληθινά πνευματικός άνθρωπος δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά επειδή πρέπει. Δεν στρατεύεται για να υπηρετήσει ανιδιοτελώς το σύνολο επειδή πρέπει. Δεν αναζητά την αλήθεια επειδή πρέπει. Δεν κρίνει επειδή πρέπει. Τα κάνει όλα αυτά, και πολύ περισσότερα, αυθόρμητα, επειδή σαν πνευματικός άνθρωπος τα νιώθει. Επειδή δεν υπάρχει αν δεν τα κάνει. Η πνευματική προσφορά είναι το οξυγόνο του, ο βιότοπός του. Δεν ξυπνάει κάθε πρωί κι αναρωτιέται «τι πρέπει να κάνω σήμερα ως πνευματικός άνθρωπος;» Όχι. Ξυπνάει – αν έχει κοιμηθεί – φορτισμένος με τον πόνο των αδικημένων της ζωής, με δίψα για την αλήθεια, για δικαιοσύνη, για ηθική τάξη, για νομιμότητα, και το διακαή πόθο για μια καλύτερη κοινωνία που θα εξασφαλίζει μια κάποια ευημερία για όλους. Και όλα αυτά τα συναισθήματα μεταφράζονται σε δύναμη για δράση.

Μπόμπος: Ωραία είναι όλα αυτά μαμά, αλλά πώς γίνεται ένας άνθρωπος πνευματικός;

Μαμά: Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει πνευματικοί άνθρωποι, επειδή όλοι στον πυρήνα της ύπαρξής τους φέρουν το πνεύμα, τη θεϊκή σπίθα, το θείο Λόγο, τον εσωτερικό άνθρωπο, το λύχνο του Θεού, ή τη βασιλεία του Θεού εντός ημών, τον Ανώτερο Εαυτό. Είναι θέμα λοιπόν καλλιέργειας αυτού του πνευματικού σπόρου για να δυναμώσει και να γιγαντωθεί ώστε να φωτίζει την κοινωνία. Περιττό να σου πω, Μπόμπο μου, ότι ο σαρκικός άνθρωπος το τελευταίο πράγμα που θέλει γύρω του είναι ένας πνευματικός άνθρωπος. Διότι και από μόνη την παρουσία του ελέγχεται. Γι’ αυτό και οι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ δημοφιλείς, και συνήθως παραμένουν παραγκωνισμένοι και άγνωστοι.

Μπόμπος: Πολύ σοβαρά και βαθυστόχαστα όλα αυτά. Όμως σε παρακαλώ, μαμά, πες μου τι άλλο έγραψε εκείνος ο Ιατρόπουλος για να γελάσει το χειλάκι μου.

Μαμά: Να, τους έψαλε κι αυτά:

Δ. Ιατρόπουλος: «Και σερνόσαστε ακκιζόμενοι στην θλιβερή μιζέρια σας και τολμάτε ακόμα να κυκλοφορείτε ανάμεσά μας;
Το ξέρετε πως μόλις περάσει η πρώτη μπόρα του πολιτικού γιαουρτιού, η επόμενη ομάδα που θα μαζέψει τη ροχάλα της αγανακτισμένης, προδομένης και εξαγριωμένης νεολαίας, θα είσαστε εσείς;
Η κατάντια σας θα γεμίσει με πελατεία τους ψυχίατρους, έτσι που κρυφτήκατε στα λαγούμια του σέχταρ σας. (…)

Αντί να βγείτε, με ομαδικές διαμαρτυρίες, με ψηφίσματα, με προσωπικές παρουσίες, με δυνατή αντιστασιακή κραυγή, να δηλώσετε παρούσες και παρόντες, εσείς κρυφτήκατε ακόμα πιο βαθιά στον υπόνομο της δειλής σας προσωπικής τραγωδίας, περιμένοντας τις …”εξελίξεις”!
Περιμένοντας να κατακαθίσουν τα πράγματα και να ξαναβγείτε σαν τα σαλιγκάρια μετά απ τη βροχή, να γλείψετε τους καινούριους “άρχοντες”, όποιοι και να είναι, Έλληνες προδότες, ή εισαγόμενοι “διαιτητές”, δεν σας νοιάζει, αρκεί να προσκυνήσετε ως επιτυχημένοι σφουγγοκωλάριοι, τον επόμενο “αυθέντη”.

Για τίποτε επιχορηγήσεις, για κανένα “πρόγραμμα” απ’ τις Ευρώπες, για κάνα μηχανισμό ψευτοπροβολής από κάποιο δήθεν “Υπουργείο Πολιτισμού του Πολυπολιτισμικού Πολίτη”, που θα στηθεί για ξεκάρφωμα, στην καινούρια “ελλαδίτσα” που μαγειρεύουν, τα τομάρια της παγκόσμιας συμμορίας.

Με ενοχλεί που τα ξέρατε όλα, που κανείς δεν σας έπιασε στον ύπνο, που είχατε τις πληροφορίες εδώ και αρκετά χρόνια, και κάνατε όλες και όλοι το κορόιδο!
Με τρομάζει ότι πέρασε ο Σικελιανός από την πόρτα της ψυχής σας, τραντάζοντας το πνευματικό σας σεράι με το “Ηχήστε σάλπιγγες” και τον κλείσατε απέξω!

Την παλιά εκείνη μαγνητοταινία με τη δήλωση του Σεφέρη και τη σιωπηλή κηδεία του, την πετάξατε στο τζάκι σας να καεί μαζί με τα παραμύθια-φούμαρα που ταΐσατε τη γενιά μου και τις επόμενες, για “πνευματική άνοιξη”, για “λόγο ελληνικό”, για “πολιτισμική επανάσταση και δράση”.

Τους χιλιάδες άγνωστους ήρωες και τους νεκρούς ποιητές των αγώνων της ιστορίας αυτής της χώρας, τι τους κάνατε; Πήγατε και κατουρήσατε στους τάφους του Περικλή Γιαννόπουλου, του Λορέντζου Μαβίλη και του Γιώργου Σαραντάρη, με τη βρώμικη υστερία του πανικού σας, δειλές και δειλοί!
Υπάρχουν ξέρετε, δύο τρόποι που φεύγει απ’ αυτή τη ζωή ένας άνθρωπος: Ή αφήνοντας την τελευταία του πνοή, ή την τελευταία του πορδή.
Εσείς, αυτές τις ιερά δύσκολες μέρες που περνάει η πατρίδα μου, βγάλατε οριστικά εισιτήριο για να αναχωρήσετε με τον δεύτερο τρόπο.
Όσες και όσοι, δεν βγαίνετε να κατατεθείτε επώνυμα, υπεύθυνα και δημόσια, γι αυτό που συμβαίνει στον τόπο μας, είσαστε Ανάξιοι της Ελλάδας.
Είσαστε Ξεφτίλες!»

Μπόμπος: Φοβερός ο Ιατρόπουλος, μαμά. Νόμισα ότι θα γελάσω, αλλά μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Ποιο άραγε είναι το μέλλον της γενιάς μου σε αυτή τη χώρα;

Μαμά: Εσύ παιδί μου να πιστεύεις και σε θαύματα. Μπορεί η Ελλάδα να ξαναγεννηθεί και μέσα από τις στάχτες της. Έχει ξανασυμβεί… Μέχρι τότε, προσπάθησε να κρατήσεις τη ζωή σου!

Tags: Δημήτρης Ιατρόπουλος, Νίκος Κούνδουρος, πνευματικοί άνθρωποι