«Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος εσυλλογιζόμην· ότε όμως έγεινα ανήρ, κατήργησα τα του νηπίου.» (Α’ Κορινθίους 13:11) Αυτή η φράση του Αποστόλου Παύλου ταιριάζει γάντι σε μένα για την περίοδο που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Το Έκτο Σάλπισμα».
Ο ενθουσιασμός μου και ο υπέρμετρος ζήλος μου για να υπηρετήσω την Αλήθεια καταπολεμώντας τη θρησκευτική πλάνη ήταν διακαής, όμως η σχετική πλύση εγκεφάλου που είχα υποστεί – ευτυχώς παροδική – είναι επίσης αναγνωρίσιμη στο πόνημα τούτο.
Αν ξανάγραφα το βιβλίο αυτό σήμερα, το πνευματικό του περιεχόμενο θα ήταν το ίδιο, όμως οι Ευαγγελικές ή Ορθόδοξες δογματικές θέσεις θα απουσίαζαν. Και, βεβαίως, ο τίτλος του δεν θα παρέπεμπε σε εφιαλτικά σενάρια της Αποκάλυψης.
Η ζωή μ’ έχει διδάξει ότι, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις, ο δρόμος της αλήθειας είναι ο ευκολότερος, κι έτσι αποφάσισα να του μιλήσω ευθέως. Του είπα ότι δεν θα είχα αντίρρηση να επανεκδοθεί το βιβλίο, με τη μόνη διαφορά ότι θα έπρεπε να κάνω κάποιες αλλαγές μικρής κλίμακας, διότι από τότε μέχρι σήμερα τα πιστεύω μου σχετικά με τα Χριστιανικά δόγματα έχουν μεταβληθεί. Στην επιμονή του να εξηγήσω σε τι είχα διαφοροποιηθεί από εκείνα που έγραφα τότε δίστασα να του απαντήσω για να μη σκανδαλίσω την ένθερμη πίστη του. Έχω τη γνώμη ότι όταν κάποιος δεν έχει ερωτηματικά ως προς αυτά που πιστεύει είναι καλύτερο να μην τον σκανδαλίσεις. Ίσως να κάνω και λάθος…
Σε κάθε περίπτωση, εκείνος που είναι ικανοποιημένος με τα πιστεύω του και δεν ψάχνει για κάτι άλλο δεν είναι έτοιμος να κατανοήσει τα όσα θα του πεις. Εξάλλου, ουδέποτε είχα τάσεις προσηλυτισμού. Δεν αναζήτησα ποτέ οπαδούς, όπως και δεν έγινα ποτέ οπαδός κανενός. Η ομαδοποίηση δεν πάει στο χαρακτήρα μου. Ήθελα πάντα να είμαι ελεύθερη να σκέπτομαι και να εκζητώ την αλήθεια με το δικό μου πνεύμα και λογική, και αν συνέβαινε ν’ αναθεωρώ κάποιες προηγούμενες απόψεις μου, να μη χρειάζεται να παίρνω την άδεια κανενός για να τις δημοσιοποιήσω.
Κάποτε με ρώτησαν: «Δεν φοβάσαι μήπως πλανηθείς ψάχνοντας μονάχη σου για την αλήθεια;» Η απάντησή μου ήταν: «Ακόμη κι αν πλανηθώ, προτιμώ ν’ ακολουθήσω τη δική μου πλάνη παρά να υιοθετήσω άκριτα τις πλάνες κάποιων άλλων που διατείνονται ότι είναι αλάνθαστοι θεματοφύλακες της απόλυτης αλήθειας.» Άλλωστε, ήμουν πεπεισμένη ότι το Θεό τον πλησιάζουμε με την καθαρή καρδιά κι όχι με τα δόγματα και τις δοξασίες που έχουμε στο κεφάλι μας. Μπορεί να πιστεύουμε στα πιο παιδαριώδη θεολογικά δόγματα, αλλά να είμαστε ‘ένα’ με το Θεό διότι η συνείδησή μας είναι καθαρή από κάθε δόλο και η καρδιά μας είναι γεμάτη αγάπη για όλους.
Και το αντίθετο: μπορεί κατά σύμπτωση οι θεολογικές μας απόψεις να είναι περισσότερο σωστές παρά λάθος – την απόλυτη αλήθεια δεν τη γνωρίζει κανένας άνθρωπος – αλλά η ζωή μας αντί για φως να είναι σκοτάδι. Όμως, έστω κι αν μέχρι στιγμής δεν απάντησα συγκεκριμένα στο συμπαθέστατο Χριστιανό που μου τηλεφώνησε, ένιωσα την υποχρέωση να ξεκαθαρίσω σε τούτο το άρθρο σε τι οι απόψεις μου έχουν διαφοροποιηθεί από εκείνες που είχα όταν έγραφα «Το Έκτο Σάλπισμα» αλλά και το δεύτερο βιβλίο μου, «Θρίαμβος ή Προδοσία».
Αν και τα πιστεύω μου είναι προφανή και διάχυτα στα μετέπειτα βιβλία και άρθρα μου, τόσο σ’ εκείνα που έγραψα στα Ελληνικά όσο και σ’ αυτά που έγραψα στα Αγγλικά, τα οποία είναι και περισσότερα, θα συνοψίσω εδώ τα κύρια σημεία στα οποία έχω διαφοροποιηθεί:
Δεν πιστεύω πια ότι η Βίβλος είναι αλάνθαστη και γι’ αυτό δεν την αποκαλώ “Λόγο του Θεού”. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από ανθρώπους, που κι εκείνοι εκζητούσαν το Θεό, βιβλίο που περιέχει τόσο αλήθειες όσο και ψέματα. Είναι χρέος του κάθε μελετητή της Βίβλου να διαχωρίσει το σιτάρι από το άχυρο και το ψαχνό από τα κόκαλα, δηλαδή την αλήθεια από το ψέμα, διακρίνοντας και υιοθετώντας τα εδάφια που είναι όντως θεόπνευστα και απορρίπτοντας εκείνα που εκφράζουν πλάνες ή προκαταλήψεις της εποχής που γράφτηκαν. Τα πρώτα είναι χρήσιμα για την πνευματική οικοδομή του πιστού, ενώ τα δεύτερα εκτρέφουν τον εγωισμό και οδηγούν σε φανατισμό, μίσος, διχόνοιες και πολέμους. Ο βίος και η πολιτεία των Εκκλησιών όλων των Χριστιανικών δογμάτων επιβεβαιώνουν ότι κάτι θεμελιώδες στη Χριστιανική θεολογία είναι πλάνη. Και, φυσικά, όπως λέει και η παροιμία, “Ενός κακού προκειμένου μύρια έπονται”.
Δεν υιοθετώ το Ευαγγελικό δόγμα της στιγμιαίας, δια πίστεως στο αίμα του Χριστού, ‘σωτηρίας’, όπως επίσης δεν υιοθετώ και την Ορθόδοξη διδαχή της σωτηρίας δια των ‘Μυστηρίων’ της Εκκλησίας. Πιστεύω ότι ο Ιησούς είναι μέγας προφήτης που σταυρώθηκε διότι ο εμπνευσμένος λόγος του ενοχλούσε το κατεστημένο της εποχής του. Υπάρχουν πολλά εδάφια στη Βίβλο που το επιβεβαιώνουν. Με άλλα λόγια, δεν πιστεύω σε καμία ‘Αγία Τριάδα’. Ο Θεός, ασύλληπτος για τον πεπερασμένο νου του ανθρώπου, είναι απρόσωπο Πνεύμα – “εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν” – Συμπαντική Ενέργεια και Κυρίαρχος Νόμος.
Όσο περισσότερο συντονιζόμαστε με τον άγραφο Νόμο σε φυσικό και πνευματικό επίπεδο τόσο καλύτερα θα λειτουργούμε, τόσο περισσότερο θα εκφράζουμε με τη ζωή μας τις θεϊκές αρετές, τόσο καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία θ’ απολαμβάνουμε. Η Αλήθεια είναι πολύ απλή, όμως εμείς οι άνθρωποι την έχουμε κάνει πολύπλοκη και δυσνόητη περιβάλλοντάς την με μύθους και δεισιδαιμονίες. Η Αλήθεια βρίσκεται μέσα στον καθένα μας και εκδηλώνεται ως συνείδηση. Είναι η θεϊκή σπίθα με την οποία προικίζεται κάθε άνθρωπος που γεννιέται σε τούτο τον κόσμο. Κανένα βρέφος δε βγήκε από την κοιλιά της μάνας του με τη Βίβλο ή το Κοράνι παραμάσκαλα. Όλοι γνωρίζουμε το καλό και το κακό, ακόμη κι αν δεν πιάσαμε ποτέ στα χέρια μας τη Βίβλο ή άλλα θρησκευτικά βιβλία.
Δεν πιστεύω στο λεγόμενο ‘προπατορικό αμάρτημα’, που προέκυψε τάχα από τον πειρασμό του Αδάμ και της Εύας από κάποιον εξωτερικό Διάβολο. Μάλιστα, αυτό το δόγμα το θεωρώ βλασφημία προς το Θεό. Το να πιστεύει κανείς ότι ένα ξεπεσμένο δημιούργημα ήταν ικανό να καταστρέψει εξ αρχής το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο είναι ύβρις και υποτίμηση της παντογνωσίας και της παντοδυναμίας του Δημιουργού. Έτσι το βλέπω εγώ.
Σχετικά με την προσευχή, πιστεύω ότι είναι ένας τρόπος απελευθέρωσης πνευματικής ενέργειας από το εσωτερικό του ανθρώπου προς υλοποίηση επιθυμίας. Γι’ αυτό και η ‘απάντηση’ σε προσευχή έρχεται μόνο όταν ο προσευχόμενος έχει μεγάλη πίστη, άσχετα πού τοποθετεί την πίστη αυτή. Μπορεί να προσεύχεται σε οποιοδήποτε φανταστικό θεό, άγιο ή είδωλο και να λάβει ‘απάντηση’. Άλλωστε, δεν θα είχε νόημα να εκλιπαρούμε έναν πανάγαθο Θεό, κάνοντας και τάματα, μπας και καταφέρουμε να τον συγκινήσουμε ώστε να μας θεραπεύσει από κάποια ασθένεια.
Κοντολογίς, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε τη λογική για ν’ απαλλαγούμε από τις πλάνες και τις δεισιδαιμονίες. “Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν”, είπε ο Ιησούς (Ματθ. 7: 7). Ο Δάσκαλος είναι μέσα μας. Ο λόγος που έχω αποφύγει να κωδικοποιήσω τα πιστεύω μου είναι κατ’ αρχήν επειδή “τα πάντα ρει” και “γηράσκω αεί διδασκόμενη”, αλλά και επειδή θέλω να αποφύγω το θλιβερό ενδεχόμενο κάποιοι να υιοθετήσουν άκριτα αυτά που πιστεύω εγώ. Βλέπετε οι περισσότεροι προτιμούν να σκέπτονται άλλοι γι’ αυτούς κι εκείνοι να ‘φοράνε’ ιδέες από δεύτερο χέρι πράγμα που δε συντελεί στην πραγματική πνευματική εξέλιξη κανενός.