Παγκόσμια ημέρα της μητέρας σήμερα, και δε βρίσκω λόγια, αγαπημένη μου μανούλα, να σ’ ευχαριστήσω για τη ζωή που μου χάρισες. Στον πατέρα και σε σένα οφείλω τα πάντα. Στερηθήκατε πολλά, ακόμη και τα στοιχειώδη, θυσιαστήκατε στην κυριολεξία, για να σπουδάσω. Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου και σας ζητώ συγνώμη που πολλές φορές σας λύπησα.
Ω, να μπορούσα να ξεχάσω αυτές τις στιγμές που σας είχα πικράνει! Να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να διόρθωνα ό,τι έκανα που σας πλήγωσε, που σας απογοήτευσε… Αν με ακούτε, αν με νιώθετε, σας ζητώ δημόσια ΣΥΓΝΩΜΗ!
Δεν ξεχνάω ποτέ την υπεράνθρωπη αντοχή σου, μητερούλα μου, όταν έπλενες τα ρούχα μας, με νερό που αντλούσες με κόπο από πηγάδι 20 μέτρων βάθους και σαπούνι παραγωγής σου, σκυμμένη πάνω από τη σκάφη ώρες ολόκληρες, για να κρατάς τα πέντε παιδιά σου, τον πατέρα μας και τον παππού πεντακάθαρους. Και μετά, ώρες ατέλειωτες στεκόσουν όρθια για να τα σιδερώσεις μ’ ένα σίδερο που γέμιζες με κάρβουνα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό τότε!
Κι όλα αυτά, στα σκληρά χρόνια της κατοχής και του καταραμένου εμφυλίου, που κάποιοι βρικόλακες προσπαθούν να τον αναβιώσουν σήμερα… Θυμάσαι μανούλα που γκρινιάζαμε όταν ο πατέρας δεν είχε να πάρει ζάχαρη και μας έβαζε αλάτι στο γάλα από τις κατσίκες μας; Καθόλου δε μας άρεσε αυτό, αλλά το πίναμε!
Δε μπορώ να ξεχάσω, μανούλα μου, ότι ζύμωνες με τα ευλογημένα χεράκια σου 8 και 10 τεράστια καρβέλια ψωμί, και έκαιγες το φούρνο επί μία ώρα για να τα ψήσεις. Θυμάμαι, μητέρα μου, τη νοστιμιά και το άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού, τα τραγανά πασχαλιάτικα κουλούρια διαφόρων γεύσεων που μας έφτιαχνες, τον κήπο με τα ποικιλόχρωμα τριαντάφυλλα που συντηρούσες, το σπίτι μας που το διατηρούσες πάντα συγυρισμένο και καθαρό.
Πώς τα προλάβαινες όλα τούτα μανούλα μου; Πού έβρισκες τόση δύναμη, όταν οι σημερινές γυναίκες – κι εγώ μαζί – με τα πλυντήρια, και όλες τις άλλες ευκολίες, αγοράζουμε ψωμί έτοιμο από τους φούρνους για να μην κουραστούμε, ή επειδή δεν προλαβαίνουμε να το φτιάξουμε μόνες μας;
Και δεν θα ξεχάσω, γλυκιά μου μητέρα, τα καλομαγειρεμένα φαγητά που καθημερινά μας έφτιαχνες. Πιο νόστιμα φαγητά δεν έφαγα από τότε που μας άφησες για την αιώνια σου κατοικία…
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, σου περίσσευε χρόνος και ενέργεια, μητερούλα μου, για να υφαίνεις! Απίστευτο! Τους κρύους χειμώνες, μ’ ένα μαγκάλι κάρβουνα για συντροφιά, καθόσουνα στον αργαλειό σου στο ημιυπόγειο του σπιτιού μας και, με το αμυδρό φως μιας λάμπας πετρελαίου, ύφαινες τις κουρελούδες, τις βελέντζες και τις κουβέρτες που θα μας ζέσταιναν! Κρατάω ακόμη σαν πολύτιμο θησαυρό μερικές κουρελούδες, και όταν τις στρώνω νιώθω την ενέργειά σου, την αύρα σου, ζωντανή δίπλα μου.
Τα καλοκαίρια είχες έξτρα απασχόληση με το να ράβεις τα τεράστια πανιά που θα σκέπαζαν τ’ αλώνια όπου απλώναμε τα σταφύλια για να γίνουν σταφίδες. Ήξερες και από ραπτική και από μπαλώματα! Τα πάντα γνώριζες, μανούλα μου – όλα όσα χρειάζεται μια καλή χωρική σύζυγος και μητέρα για να κάνει ευτυχισμένη την οικογένειά της.
Και μας έκανες πράγματι μια ευτυχισμένη οικογένεια, γλυκιά μου μάνα, παρόλο ότι εσύ σαν παιδί είχες γνωρίσει απόρριψη και δυστυχία. Μένοντας ορφανή από πατέρα, η μητέρα σου και γιαγιά μας σ’ έδωσε ψυχοπαίδι σ’ ένα άκληρο ζευγάρι συγγενών σε διπλανό χωριό για να… τους κληρονομήσεις. Οι θετοί σου γονείς σ’ έριξαν σε σκληρή δουλειά από την τρυφερή ηλικία των δέκα ετών, κι αυτό τραυμάτισε βαθιά την παιδική σου ψυχή.
Υπήρξαν φορές όπου έφυγες νύχτα κλαίγοντας από την κακομεταχείριση, επιστρέφοντας στο σπίτι της μητέρας σου για να μεγαλώσεις μαζί με τις δυο μικρότερες αδελφές σου. Λαχταρούσες σαν παιδί τη θαλπωρή της φυσικής σου οικογένειας. Όμως, δεν υπήρχε έλεος για σένα, μητερούλα μου, και η γιαγιά σε ξανάστελνε στη μητριά σου για το… καλό σου. Απορώ, μητέρα, πώς κατάφερες να μεταλλάξεις τόση απόρριψη σε μια αγκαλιά απέραντης αγάπης για την οικογένειά σου. Ήσουν μια θεϊκή μορφή, και ευχαριστώ το Θεό για σένα. Δυστυχώς μας έφυγες νωρίς, μανούλα μου, στα 71, και θυμάμαι πως όταν ήρθα στο χωριό, το ΔΕΝΔΡΟ, για να σε δω το καλοκαίρι του 1985, λίγους μήνες πριν μας εγκαταλείψεις, έτρεξες σαν έφηβη στο κτήμα για να κόψεις σταφύλια να μου δώσεις να πάρω μαζί μου στην Αθήνα. Όταν ήθελες να μας προσφέρεις κάτι, τα πόδια σου αποκτούσαν φτερά, κι ας ήσουν άρρωστη…
Σαν άνθρωπος μισούσες την υποκρισία. Δεν ήξερες τι θα πει διπλωματία και διπλοπροσωπία. Ήσουν αληθινή, ντόμπρα, ακέραιος χαρακτήρας και κοφτερό μυαλό. Είχες και μεγάλη διαίσθηση. Πώς αλλιώς μπορώ να εξηγήσω το γεγονός ότι λίγο πριν φύγεις μου ευχήθηκες να τελειώσω το έργο που μου έδωσε ο Θεός; Τότε, ούτε καν εγώ η ίδια δεν ήξερα αν ο Θεός μου ανέθεσε κάποιο έργο που έπρεπε να το τελειώσω, και ποιο ήταν αυτό.
Αυτή την ευχή την κρατάω μέχρι σήμερα ζωντανή στην καρδιά μου και σ’ ευχαριστώ γλυκιά μου μανούλα. Εύχομαι να έχει αιώνια γαλήνη η ψυχούλα σου.
Και μια ερώτηση χωρίς απάντηση: Την εγγονή σου, τη λατρεμένη μας Ειρήνη, που πήρε τ’ όνομά σου αλλά ποτέ δε γνώρισες, και η οποία μας άφησε στα 17 της, τη συνάντησες μανούλα μου εκεί πάνω; Έφυγε νωρίς, ίσως για να γλιτώσει τα δεινά που μας βρήκαν. Θα ήταν κι αυτή σήμερα ανάμεσα στους άνεργους κι απελπισμένους νέους…
Μητέρα, η πιο γλυκειά λέξη! Μητρότητα, η θεϊκή αποστολή της γυναίκας! Παγκόσμια ημέρα της μητέρας σήμερα, και νιώθω και πάλι την ανάγκη, αγαπημένη μου μανούλα, να σ’ ευχαριστήσω για τη ζωή που μου χάρισες. Στον πατέρα και σε σένα οφείλω τα πάντα. Στερηθήκατε πολλά, ακόμη και τα στοιχειώδη, θυσιαστήκατε στην κυριολεξία, για να σπουδάσω. Σας ...
Γεννήθηκα σ' ένα μικρό χωριό της ημιορεινής Κορινθίας, το Δενδρό, σε μια πολυμελή, φτωχή και αξιοπρεπή οικογένεια. Φοίτησα στο εξατάξιο Γυμνάσιο Ξυλοκάστρου. Συνέχισα και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου ως Πολιτικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και ακολούθησα μια εικοσαετή καριέρα, στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Οι κοινωνικές ευαισθησίες μου, οι ανησυχίες και η έντονη πνευματική αναζήτηση με έστρεψαν με ζήλο στη φιλοσοφική έρευνα και μετέπειτα στη συγγραφή βιβλίων, άρθρων και δοκιμίων θρησκευτικού, φιλοσοφικού, κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού περιεχομένου. Τα θέματά μου είναι παρμένα από την καυτή και, τόσο συχνά, θλιβερή επικαιρότητα.