Διότι ο Θεός είναι απρόσωπος. Είναι απρόσωπο Πνεύμα, ενέργεια, που διέπεται από τους κυρίαρχους νόμους του Σύμπαντος και διαπερνά τους πάντας και τα πάντα. “Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν” είπε ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους, θυμίζοντάς τους ότι και οι φιλόσοφοί τους αυτό πίστευαν.
Η απρόσωπη Θεότητα, λοιπόν, ούτε επιτρέπει το κακό, ούτε το αποτρέπει. Η νομοτέλεια δεν έχει συναισθήματα. Το κακό προκύπτει αναπόφευκτα, αλλά δυστυχώς ξεσπάει στα τυφλά, εξαιτίας μηχανικών ανθρωπίνων λαθών και παραλείψεων ή από απελευθέρωση συσσωρευμένης αρνητικής ενέργειας λόγω παραβίασης, εν γνώσει ή εν αγνοία μας, ηθελημένα ή αθέλητα, συμπαντικών κυρίαρχων φυσικών ή ηθικών νόμων από εμάς τους ίδιους ή από την οικογένεια, την κοινωνία, το κράτος ή την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Επιπροσθέτως, το κακό (δυστύχημα) μπορεί δυστυχώς να προκύψει και να χτυπήσει στα τυφλά ή στοχευμένα, και εξαιτίας ανθρωπίνων κακόβουλων ενεργειών (μαύρης μαγείας), συνήθως σε συνεργασία με μεταφυσικές οντότητες του σκότους, σε κοινωνίες που λόγω παραβίασης συμπαντικών ηθικών κανόνων (π.χ. άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε πολέμους) έχουν μείνει ακάλυπτες, τουτέστιν απροστάτευτες από τις συμπαντικές δυνάμεις του καλού.
Σε ατομικό επίπεδο, η απρόσωπη Θεότητα – Πνεύμα, “προσωποποιείται” στο πνεύμα του κάθε ανθρώπου και είναι: ο “Εσωτερικός Άνθρωπος” κατά τον Απόστολο Παύλο, η “βασιλεία του Θεού ενός ημών”, κατά τον Ιησού, ο “Δαίμων” κατά τον Σωκράτη, ο “Ανώτερος Εαυτός” σύμφωνα με πολλά φιλοσοφικά συστήματα. “Εγώ είπα θεοί εστέ”, λέει η Βίβλος, αναφερόμενη στον εν δυνάμει Θεό, εγγενή μέσα στον άνθρωπο, από τον οποίο μπορούμε να αντλούμε δύναμη, φώτιση και σοφία, αρκεί να είμαστε συντονισμένοι με τους φυσικούς και ηθικούς νόμους που διέπουν την τρισυπόστατη φύση μας (πνεύμα, ψυχή, σώμα).
Η πίστη σε έναν παντοδύναμο και Πανάγαθο εξωτερικό, χωριστό από εμάς, προσωπικό Θεό αφήνει πολλά βασανιστικά ερωτήματα αναπάντητα, όπως στην πρόσφατη τραγωδία των Τεμπών, ή στην προηγούμενη τραγωδία στο Μάτι Αττικής. “Πού ήταν ο Θεός;” αναρωτιούνται φωναχτά ή μέσα τους οι χαροκαμένοι γονείς και συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών.
Παρόλα αυτά, η Ορθοδοξία που πιστεύει σε έναν προσωπικό Τριαδικό Θεό, ο οποίος δεν φαίνεται να νοιάζεται και πολύ για την επίγεια ζωή του ανθρώπου αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο για την μετά θάνατον, έχει σκαρφιστεί παραμύθια – ευσεβείς πόθους – για ν’ απαντήσει στα αναπάντητα αυτά ερωτήματα και να κρατάει το απογοητευμένο ή και εξοργισμένο ποίμνιο στο μαντρί.
Παρακαλώ συγχωρήστε με αν σας πρόσβαλα με τα γραφόμενά μου. Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Φίλη η Ορθόδοξη Θρησκεία, φίλες οι παραδόσεις, φιλτάτη όμως η Αλήθεια και στενό και μοναχικό το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτή.
Για όσους βρίσκουν παρηγοριά σε ευφάνταστα παραμύθια, θα παραθέσω στη συνέχεια σχετική απάντηση του “Αγίου” Παϊσίου που βρήκα εδώ:
Από το βιβλίο Λόγοι Αγίου Παϊσίου, Τόμος Δ’ – Οικογενειακή ζωή
– Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;
– Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνει. Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο, για να σώσει την ψυχή του. Εάν δει ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήσει. Εάν δει όμως ότι θα γίνει χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώσει. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέη: «Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται, γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε; Θα μπορούσε άραγε να σωθεί; Όταν το 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίει. Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε. Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.
Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ᾿ρθουν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας». Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και την μητέρα.
Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώσει κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε. «Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω από τα πράγματά του;». «Όχι, της είπα, καλύτερα να μη δίνεις». Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε: «Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τί να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.