Αγαπητέ κύριε Άνθιμε,
Κατ’ αρχήν σας ζητώ συγνώμη που δεν σας προσφωνώ “Παναγιότατο”, όπως σας αρέσει. Δεν είναι μόνο επειδή προσφωνώντας σας έτσι θα ήταν απαράδεκτη κολακεία εκ μέρους μου και εμπαιγμός στο πρόσωπό σας, αφού ουδείς θνητός είναι “παναγιότατος” ούτε “πανάγιος” ούτε άγιος – κοινός νους το υπαγορεύει αυτό – αλλά και επειδή ο ίδιος ο Χριστός δεν δέχτηκε να τον προσφωνούν ούτε καν αγαθό:
“Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός”. (Κατά Ματθαίον ΙΘ’: 17)
Κύριε Άνθιμε,
Μέσα από την απομαγνητοφώνηση της συνέντευξής σας στην Αννίτα Πάνια, για την οποία διέθεσα ευχαρίστως αρκετές ώρες, σας γνώρισα καλύτερα και σας συμπάθησα περισσότερο σαν άνθρωπο. Ένιωσα μάλιστα σε κάποιο βαθμό και το βάρος του αξιώματός σας και τις ευθύνες που έχετε επωμιστεί. Επίσης λυπήθηκα από καρδιάς και οργίστηκα κάθε φορά που η κυρία Αννίτα Πάνια σας ειρωνευόταν με το γάντι ή χρησιμοποιούσε ανάρμοστες λέξεις της αργκό.
Ωστόσο, είπατε κάποια πράγματα τα οποία δεν χωνεύονται εύκολα από τον απροκατάληπτο ερευνητή της Αλήθειας και θα ήθελα να σας τα επισημάνω. Δεν έχω ψευδαισθήσεις, φυσικά, ότι ένας Ορθόδοξος Ιεράρχης μπορεί να επηρεαστεί από τα σχόλια και την κριτική μιας “πυγολαμπίδας”, αλλά εγώ οφείλω να σας τα πω, διότι καθείς εφ’ ω ετάχθη.
“Και ποια είσαι εσύ που θα διορθώσεις έναν “Παναγιότατο” Ιεράρχη;” θα ρωτήσει κάποιος. Την απάντηση θα τη βρείτε στα λόγια του Αποστόλου Παύλου:
“Αλλά τα μωρά του κόσμου εξέλεξε ο Θεός, για να καταντροπιάσει τους σοφούς, και τα ασθενή του κόσμου εξέλεξε ο Θεός, για να καταντροπιάσει τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου στην καταγωγή και τα εξουθενωμένα εξέλεξε ο Θεός, αυτά που δεν είναι, για να καταργήσει αυτά που είναι, με σκοπό να μην καυχηθεί καμιά σάρκα μπροστά στο Θεό.” (Προς Κορινθίους Α’, κεφάλαιο 1, στίχοι 27-29)
Αντιπαρέρχομαι τα θέματα με τα οποία συμφωνώ με τις θέσεις σας, όπως τα περί νομιμοποίησης του γάμου ομοφυλόφιλων και ίδρυσης τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Θα πάω στο θέμα της αποτέφρωσης όπου τα επιχειρήματά σας ήταν από φτωχά έως αστεία. Εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί και να διερευνηθεί είναι το τι είναι πιο ανώδυνο για την ψυχή που μόλις εξήλθε από το σώμα και διατηρεί τη συνείδησή της. Μήπως η καύση του υλικού ενδύματός της – πήλινου δοχείου κατά τας γραφάς – της προκαλείς προκαλεί σοκ;
Από την άλλη, μήπως η σταδιακή αποσύνθεση του άψυχου σώματος και η μετατροπή του σε σκουλήκια είναι πιο οδυνηρή για την ψυχή, και μήπως η μη εξελιγμένη πνευματικά ψυχή πλανάται γύρω από το άψυχο κουφάρι της γήινης κατοικίας της για κάποιο διάστημα, πράγμα το οποίο δεν της επιτρέπει ν’ απομακρυνθεί από το γήινο πεδίο και να προχωρήσει προς το Φως;
Σε αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα οφείλει ν’ απαντήσει πειστικά η Θεολογία, και τότε η επιλογή μεταξύ καύσης και ταφής θα είναι εύκολη υπόθεση για τον καθένα.
Κατά τ’ άλλα, δεν έχει δικαίωμα η Εκκλησία ν’ απαγορεύει την ίδρυση αποτεφρωτηρίων, τη στιγμή που ένα μικρό έστω ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού προτιμάει ν’ αποτεφρωθεί. Το να ρίχνετε κατάρα σε όλους αυτούς, κύριε Άνθιμε, με τη φράση που είπατε “στάχτη στα μάτια αυτονών”, δείχνει ότι δεν γνωρίσατε ποτέ το Θεό. Διότι εκείνος που γνώρισε το Θεό δεν δύναται να αρθρώσει κατάρα κατά συνανθρώπων του. Απλά δεν του βγαίνει όσο και να οργίζεται. Διότι ο ίδιος ο Θεός “βρέχει επί δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς.”
Όσο για την προσδοκώμενη πνευματική ανάσταση των νεκρών στη Δευτέρα Παρουσία, εδώ ήσασταν όχι μόνο παράλογος αλλά και αντίθετος με πολλά εδάφια της Αγίας Γραφής τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η ψυχή δεν πεθαίνει για ν’ αναστηθεί κάαποτε, αλλά απλά εξέρχεται από το σώμα. Άλλωστε ο λαός λέει για κάποιον που πέθανε ότι “ξεψύχησε”. Κοινώς η ψυχή βγήκε από το σώμα.
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου φέρεται να είπε στο μετανοημένο ληστή “από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο”. Δεν του είπε ότι στη Δευτέρα Παρουσία, μετά την ανάσταση νεκρών, θα είσαι μαζί μου. Άλλωστε η Ορθοδοξία προσκυνάει εκατοντάδες υποτιθέμενους αγίους – κακώς – που πιστεύουν ότι κάνουν θαύματα, εμφανίζονται σε ενυπνιαζόμενους πιστούς και γενικά είναι υπερδραστήριοι. Μήπως και αυτοί “κοιμούνται” και περιμένουν την ανάσταση νεκρών; Ή μήπως για τους αγίους η ανάσταση νεκρών είναι άμεση ενώ για τους άλλους μεσολαβούν κάποιες χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια;
Στο Σύμπαν, κύριε Άνθιμε, δεν υπάρχει στασιμότητα, ύπνος και αναμονή, αλλά συνεχής ροή ενέργειας και μετατροπή. Θα μου πείτε, εσείς δεν εκφράσατε προσωπικές απόψεις αλλά το επίσημο δόγμα της Ορθοδοξίας. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: ότι οι οργανωμένες θρησκείες απαγορεύουν στους λειτουργούς και στους οπαδούς των την ελεύθερη σκέψη και την έρευνα. Τους θέλουν προσκολλημένους σε παρωχημένα δόγματα που κάνουν πολλούς να καταλήγουν στην αθεΐα.
Κατά τ’ άλλα, αποτύχατε να διορθώσετε την κυρία Πάνια όταν είπε ότι η Εκκλησία είναι καταπιεστική επειδή έχει πολλές απαγορεύσεις (μην πίνεις, μην καπνίζεις, μην τζογάρεις κλπ.) κι ότι μέσα σε αυτά τα απαγορευτικά κρύβεται τάχα η χαρά της ζωής.
Σε αυτά τα απαγορευτικά, κύριε Άνθιμε, κρύβονται οι ασθένειες της ζωής! Αυτό έπρεπε να πείτε στην κ. Πάνια. Και ότι η αποχή από τις καταχρήσεις και τις ανθυγιεινές συνήθειες διασφαλίζει τη χαρά της ζωής και δεν την κλέβει. Αφήστε που η τάση γ’ αυτές τις καταστροφικές “χαρές της ζωής” υποδηλώνει κενότητα και ανία ψυχής.
Αυτά τα ολίγα, για να μην σας ζαλίζω περισσότερο.
Και μια συμβουλή για την κυρία Πάνια, αν κάποτε διαβάσει αυτό το άρθρο: Έχεις έλλειμμα ευθύτητας, υπεθυνότητας και σοβαρότητας, κυρία μου. Δεν έχεις επίγνωση του τόπου, του χρόνου, του θέματος και των προσώπων στα οποία απευθύνεσαι. Επειδή διέπρεψες τηλεοπτικά με τις ατάκες, την αργκό και την ειρωνεία, έχεις χάσει το μέτρο. Αν ήμουνα στη θέση του κυρίου Άνθιμου, δεν θα δεχόμουνα ποτέ να μου πάρεις συνέντευξη για να ειρωνευτείς τα πιστεύω μου, όσο λάθος κι αν ήταν.
Όσο για την ομολογία σου ότι είσαι φουλ στην αμαρτία, και αυτό υποκριτικό ήταν.
Γενικώς στο μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης ήσουν απαράδεκτη και θα ήταν χρήσιμο να κάνεις την αυτοκριτική σου και να κατέβεις το συντομότερο από το καλάμι της αυταρέσκειας που έχεις καβαλήσει, Αννίτα Πάνια.