Για σένα μάγισσα Ευτυχία!Για να σε κατακτήσει και να βρει ανάπαυση,
Χαρά, γαλήνη στην ψυχή, και ηρεμία…
Το βρέφος σε απήλαυσε στης μάνας του την αγκαλιά,
Κι όσο ήταν αθώο σε κράτησε.
Κι ο νέος σ’ αναζήτησε στο σεξ και στα φιλιά,
Μα μόνο ίχνη στιγμιαίας ευτυχίας άγγισε.
Και ο φιλόσοφος σ’ έψαχνε σ’ όλη του τη ζωή,
Σε κάθε είδους λογισμό και ιδεολογία.
Κι όμως, πριν παραδώσει την ψυχή,
Με θλίψη παραδέχτηκε πως δε σε βρήκε, Ευτυχία.
Το ίδιο παραδέχτηκε κι ο ονειροπόλος ποιητής,
Όπως διαφαίνεται εις τα θλιμμένα ποιήματά του.
Ομοίως και ο θεολόγος, ο των Γραφών ερευνητής,
Που προσδοκά μετά το θάνατο να εκπληρώσει τα όνειρά του.
Οι πιο πολλοί σε ζήτησαν στο χρήμα, Ευτυχία!Και τους ξεγέλασε το πλάνο φάντασμά σου.
Τους κούρασε τ’ ατέλειωτο του χρήματος κυνηγητό.
Υπάρχει άραγε τέλος σ’ αυτό;
Όχι, βεβαίως, μια κι ο πλούσιος ποτέ δεν έχει αρκετά.
Όσα και νάχει ο φουκαράς νιώθει φτωχός.
Και σπαταλάει τη ζωή με το να κυνηγά
Όλο και κάποιον άλλο στόχο εμπρός…
Άλλοι πάλι σε ζήτησαν στη δόξα, κι είπαν,
«Θα κάνω κάτι εντυπωσιακό για το λαό,
Κάτι που θα με μακαρίζουν οι γενιές, κάτι καλό.
Και έτσι θα γραφτώ κι εγώ στην ιστορία.»
Μ’ αλίμονο! Σαν έφτασαν στην κορυφή,
Και νόμισαν πως σ’ είχαν κατακτήσει, Ευτυχία,Οι ίδιοι εκείνοι που τους είχαν ανεβάσει εκεί
Τους υπογράφαν θάνατο ή φυλακή ή εξορία…
Και οι αναρχικοί, μηδενιστές κι αντεξουσιαστές
Σε ζήτησαν στο χαλασμό και χάος, Ευτυχία.Μ’ αντί για σένα στην καταστροφή που έψαχναν,
Στο τέλος ένιωσαν κι αυτοί κενό και δυστυχία…
Και η Πολιτεία; Τι κρίμα να μην προλαβαίνει το κακό,
Ώστε να μη χρειάζονται κι άλλα ψυχιατρεία,
Και κέντρα αποτοξίνωσης, και άλλες φυλακές…
Ώ, πόσο τραγική ειρωνεία!
Και μια μεγάλη ομάδα του λαού σε ψάχνουνε μεσ’ στη θρησκεία,
«Αν μάθω», είπανε, «πολλά περί Θεού,
Και περισσότερα περί ψυχής και μεταφυσικής,
Πού θα μου πάει; Θα τη βρω καμιά φορά την Ευτυχία!»
Κι έτσι αφιερώθηκαν στο να κρατούν τους τύπους,
Μακριούς σταυρούς, λιβάνια και κεριά,
εικόνες , τάματα και φυλαχτά,
και καμιά ’πίσκεψη σ’ Αγίους Τόπους
Μα όσο και αν έτρεχαν σ’ αγίους και αγίες,
Σε λείψανα κι εικόνες θαυματουργικές,
Φέρνοντας δώρα, κάνοντας και λειτουργίες,
Τόσο απογοητεύονταν και είχαν απορίες…
Ωιμέ! Παρόλα τα οράματα, τις εμπειρίες και θάματα,
Εκείνη π’ αναζήτησαν χανόταν μέσα στα φαντάσματα!
Και αντί για τη γαλήνη και την Ευτυχία,Ποτέ δεν απαλλάχτηκαν από την αγωνία…
«Μα δε μπορεί, κάπου εκεί θα βρίσκεσαι, Ευτυχία»,Είπαν μ’ ελπίδα οι αποκρυφιστές.
«Στην τέταρτη διάσταση, πού αλλού;
Στις μυστικές του Σύμπαντος αρχές»!
Και σαν την Εύα, είπανε κι αυτοί με κομπασμό,
«Ας δοκιμάσουμε της γνώσης τον καρπό.
Ίσως να γίνουμε κι εμείς θεοί,
Ίσως να βρούμε και της Ευτυχίας το κλειδί»!
Κι έφαγαν από τον καρπό πολλοί,
Άσπροι και μαύροι μάγοι, κι αστρολόγοι,
Πνευματιστές, υπνωτιστές, μέντιουμ και γκουρού,
Και χαρτορίχτρες , γητευτές , και νεκρολόγοι…
Του Πλάστη τους την εντολή όλοι τους αγνοήσαν,
Και την προειδοποίηση τελείως αψηφήσαν.
Κι έτσι, αντί για τη χαρά που ψάχνανε να βρούνε,
Δέσμιοι των πνευμάτων έγιναν! Μα δεν το εννοούνε…
Και φυσικά ούτε χαρά ούτ’ Ευτυχία βρήκαν.
Κι όσοι σ’ αυτούς για δύναμη και θεραπεία στραφήκαν,
Στα δίχτυα τους επιάστηκαν αυτοστιγμή,
Κι ούτε κατάλαβαν το πώς αγιστρωθήκαν.
Και γίνανε τα έσχατα χειρότερα των πρώτων!
Νεύρα, θυμοί και σύγχυση και φόβοι τους εμπήκαν…
«Μα ήταν βαρύ το τίμημα!» με πόνο αναστενάξαν,
Και για τον Αποκρυφισμό τη γνώμη τους αλλάξαν.
Κι από τα βάθη των αιώνων αντηχεί: «Πού είσαι Ευτυχία;»
Μήπως είσαι χίμαιρα; Μήπως μια ουτοπία;
Υπάρχει άραγε κανείς που μόνιμα να σ’ έχει,
Και ηρεμία στην καρδιά πάντοτε να κατέχει;
Υπάρχει άραγε κανείς λεύτερος απ’ το άγχος της ζωής,
Κι από του φόβου τα αφόρητα δεσμά;
Κάποιος που να μη νιώθει πια δοκιμασίας πόνο,
Κάποιος που νάναι λεύτερος απ’ της σαρκός το νόμο;
Έχω καλά μαντάτα να σου πω, υπάρχει η Ευτυχία!!
Μα είναι περίεργη ύπαρξη αυτή…
Να… Δε θέλει, δε μπορεί, δεν κατοικεί,
Εκεί όπου υπάρχει αμαρτία.
«Ποια αμαρτία;» θα μου πεις.
«Δε σκότωσα κανένα εγώ. Το σπίτι μου κοιτάω!»
Το ξέρω. Τόλεγα κάποτε κι εγώ…
Όμως κάπου εκεί ειν’ το μυστικό!
Την Ευτυχία, φίλε, θα τη βρεις
Όταν με τον Ανώτερο Εαυτό συμφιλιωθείς.
«Γιατί;» θα πεις. «Δεν τόξερα πως είμαι τσακωμένος!»
Και βέβαια από το Πνεύμα είσαι χωρισμένος.
«Μα αν είναι έτσι, πώς θα ενωθώ;
Εγώ είμαι στη Γη κι Αυτός στον Ουρανό!
Και πώς μπορώ μια τέτοια γέφυρα να χτίσω
Και ποιος θα με συστήσει στο Θεό;»
Φίλε, ο τόπος του Θεού δεν είναι μακριά,
Το Πνεύμα Του ζει μέσα μας, και γύρω και παντού,
Μπορείς να τον αφουγκραστείς, να πάρεις οδηγίες,
Ν’ αλλάξεις δρόμο και ν’ αφήσεις τις παλιές τις αμαρτίες.
Μα μία είναι η μεγάλη εντολή: να αγαπάμε αλλήλους.
Και όχι μόνο φίλους αλλά και εχθρούς.
Το μίσος από την καρδιά δια παντός να εξαφανίσουμε,
Και μεταξύ μας γέφυρες να χτίσουμε.
‘Αδέλφια’ είμαστε όλοι μας, παιδιά του ίδιου Πατέρα,
Προς τι λοιπόν το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;
Αν όντως μας ενδιαφέρει η Ευτυχία,
Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την αδιαλλαξία!
Κι αφού η αγάπη επιτέλους θρονιαστεί,
Φαρδιά πλατιά μεσ’ στην καρδιά μας,
Ας υπακούμε πάντα τη συνείδηση,
Κι αυτή ας οδηγεί τα βήματά μας.
Μα ψευδαισθήσεις ας μην έχουμε,
Μέσα εις την αντίληψή μας,
Πως είναι δυνατό ποτέ να βγάλουμε
Οριστικά τη θλίψη απ’ τη ζωή μας.
Όμως όπου υπάρχει Αρετή,
Φέγγουν και κάποιες ηλιαχτίδες,
Κι ο άνθρωπος τα καταφέρνει να διατηρεί
Γαλήνη ανάμεσα σε καταιγίδες.
Έτσι το θέλησε ο Δημιουργός,
Η θλίψη κι η χαρά μαζί να συμβαδίζουν,
Ώστε στη θέωση τον άνθρωπο να οδηγούν,
Και την αθανασία της ψυχής να χτίζουν.