Πολλές φορές ανησυχώ,
Που κρίνω όπως κρίνω…
Και νύχτες άυπνη περνώ,
Μπας και κολάζομαι μ’ αυτό;
Πού είναι η αγάπη μου, ρωτώ,
Τι νιώθω για όσους καταγγέλλω;
Μα είναι προφανές, νιώθω θυμό,
Και τη γαλήνη της ψυχής την ξαποστέλλω.
Γνωρίζω δα πως η αγάπη είναι ζωή,
Και πως το μίσος θανατώνει,
Τόσο τον ίδιο που μισεί,
Όσο κι εκείνον που πληγώνει.
“Μα τι να κάνω;” τότε ερωτώ
Τον άλλο Εαυτό μου,
Πρέπει τα άδικα να καταπιώ;
Πω, πω! Εκεί θολώνει το μυαλό μου…
Εντάξει, λέω προς στιγμή,
Αγάπα και τον κλέφτη και τον εκμεταλλευτή,
Και μίσησε μόνο την πράξη την κακή!
Ίσως μ’ αυτό να βρει ανάπαυση η ψυχή…
Μα είναι το κακό ξεχωριστό απ’ τον Κακό;
Αχ, δυσκολεύομαι αυτά να ξεχωρίσω.
Τι είναι τάχα το κακό;
Κάποιο δαιμόνιο που πρέπει να ξορκίσω;
Δεν είναι ο Κακός που φτιάχνει το κακό;
Ή μπας και τούχει μπει απέξω;
Μπας κι είναι κάποια πάθηση,
Που με Αγάπη πρέπει να γιατρέψω;
Αχ, είναι τόσο βασανιστικό!
Να μην κρίνω για να μην κριθώ;
Μα αν κανείς δεν κρίνει τον Κακό,
Εντός ολίγου θα εκλείψει το καλό!
Αλλά γιατί σαν κρίνω τον Κακό,
Να νιώθω τρικυμία στην ψυχή μου,
Ωσάν να έκανα κάτι κακό;
Μήπως πρέπει να γίνω ένα φυτό;
Πολύ θα ήθελα στη ζούγκλα να κρυφτώ,
Ώστε διλήμματα σαν τούτα να μην έχω.
Αλλά κι εκεί θα με κατέτρωγε η οργή,
Αφού τα φυτοφάγα γίνονται των σαρκοφάγων η τροφή…
Μα είναι δίκαιο κι αυτό;
Αναρωτιέμαι και φρικιάζω…
Δικαιοσύνη δε θα βρεις σε τούτη τη ζωή,
Κατέληξα κι αναστενάζω…