Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα χώρα,
Συναισθανόμενη τη δική μου αθλιότητα,
Ανέλαβα το ρόλο συντετριμμένης μυροφόρου,
Και έρχομαι να Σου ζητήσω συγνώμη και λύτρωση.
Οδυρόμενη, σου φέρνω μοίρα προ του ενταφιασμού σου,
“Αλίμονο!” λέγοντας, “διότι νύχτα υπάρχει σε μένα,
Οίστρος ακολασίας, και ζοφερός και ασέληνος,
έρωτας της αμαρτίας, της ασυδοσίας και της αδικίας”…
Αποδέξου τις πηγές των δακρύων και των θυσιών μου,
Εσύ που επεξεργάζεσαι στις νεφέλες το ύδωρ της θαλάσσης,
Λύγισε μπροστά στους στεναγμούς των Ελλήνων,
Εσύ που έγειρες τους ουρανούς με την ανείπωτη κένωσή σου.
Θα πλύνω με μύρο τα αμόλυντα πόδια σου,
Και θα τα σκουπίσω με τις τρίχες της κεφαλής των Ελλήνων.
Τα πλήθη των αμαρτιών μου και την άβυσσο των κριμάτων μου,
Ποιος θα εξιχνιάσει εθνοσώστα Θεέ μου;
Μην παραβλέψεις τούτη τη χώρα, Εσύ που έχεις αμέτρητο το έλεος!
“Εγώ είπα θεοί εστέ, σεις όμως ως άνθρωποι αποθνήσκετε.” Βίβλος