Σήμερα είναι η επέτειος της Παγκόσμιας Ημέρας του Πατέρα, που πρωτογιορτάστηκε στις 19/6/2010 και καθιερώθηκε να γιορτάζεται την Τρίτη Κυριακή του Ιουνίου. Αργήσαμε πράγματι ν’ αφιερώσουμε μια μέρα για να τιμούμε τον πατέρα, αυτό τον αφανή ήρωα, το στυλοβάτη της οικογένειας.
Με το σημερινό άρθρο θέλω ν’ αποδώσω δημόσια φόρο τιμής στον λατρεμένο πατέρα μου και να τον ευχαριστήσω θερμά για τις θυσίες που έκανε για ν’ αναθρέψει πέντε παιδιά στους δύσκολους καιρούς της κατοχής και του μετέπειτα αιματηρού εμφυλίου πολέμου.
Εκείνο που παραμένει ζωντανά στη μνήμη μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν η αγάπη και η τρυφερότητα που μας έδειχνε. Το χειμώνα όταν τουρτουρίζαμε από το κρύο και μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι στο χειμωνιάτικο, όπως το λέγαμε, δωμάτιο, ο πατέρας μας δίδασκε χορό!
Αυτοδίδακτος μουσικός που έπαιζε βιολί, λαούτο και έκανε μουσική ακόμη και με φύλλα δένδρων, μας μάθαινε τσάμικο και καλαματιανό ή συρτό. Έσκυβε να μας κρατήσει το χέρι και να μας δείξει τα σωστά βήματα, όταν ακόμη ήμασταν 4 και 6 ετών!
Το άλλο που έχει χαραχτεί στη μνήμη και στην καρδιά μου είναι ότι ήθελε να είμαστε αγαπημένα. Όταν μαλώναμε σαν αδέλφια, μας έλεγε: “Να τρώτε τα σάλια σας”! Αυτή η ευχή του πατέρα έπιασε, και τα πέντε αδέλφια – σήμερα δυστυχώς τρία – ήμασταν πολύ δεμένα.
Ως προς το χαρακτήρα του πατέρα, εκείνο που τον διέκρινε ήταν το πάθος του για το δίκιο και οι όποιες αντιπαραθέσεις του με τους συγχωριανούς γίνονταν για να επικρατήσει το ίσιο, όπως έλεγε. Εντιμότατος και αξιοπρεπής μέχρι κεραίας δεν διανοείτο να καταχραστεί από συνάνθρωπο ούτε μία δεκάρα. Συχνά υπηρετούσε εθελοντικά ως επίτροπος της Εκκλησίας του χωριού και τον θυμάμαι να μετράει με ευλάβεια τις εισπράξεις από το δίσκο της Κυριακής, και να χωρίζει τα λιανά σε σακουλάκια.
Το άλλο που χαρακτήριζε τον πατέρα ήταν η αγάπη του για δουλειά. Θα τον αποκαλούσα εργασιομανή. Δεν τον θυμάμαι να κάθεται στο καφενείο μαζί με τους συγχωριανούς και να σκοτώνει την ώρα του. Εργαζόταν μέχρι βαθέος γήρατος (έφυγε στο 89 του χρόνια), τόσο στα κτήματα όσο και στις αυλές και στο περιβόλι γύρω από το σπίτι.
Του άρεσε να βελτιώνει και να αναβαθμίζει συνεχώς το σπίτι μας και τον περίβολο. Έπιαναν τα χέρια του και καταγινόταν με οικοδομικά μικρά έργα, καλούπωνε πεζούλια, ποτίστρες για τα ζώα μας, έχτιζε με πλίθες μικρά χτίσματα, καλύβες με άχυρα στις σταφίδες για λίγη σκιά, κοτέτσι για τις κότες, αχούρι για τα ζώα, κλπ.
Ένα ακόμη από τα προτερήματα του πατέρα ήταν η κοκεταρία. Α, όλα κι όλα! Την Κυριακή, όταν ετοιμαζόταν για την εκκλησία, έπρεπε η γραβάτα να ταιριάζει με το πουκάμισο και το σακάκι, και οι κάλτσες με το παντελόνι! Δεν έβγαινε έξω όπως-όπως. Ήταν δε πάντα λεπτός, παρόλο που “καθάριζε” ό,τι αφήναμε στο πιάτο εμείς τα παιδιά, και του άρεσε ένα ποτήρι σπιτικό κρασί με το φαγητό του.
Θυμάμαι όταν είχε μείνει σχεδόν για ένα μήνα στο νοσοκομείο το 1963 (στα 59 του χρόνια) ότι παρόλο που οι γιατροί του είχαν απαγορέψει εντελώς το κρασί, εκείνος μας ζήτησε να του πάμε ένα μπουκαλάκι για να πίνει καμιά γουλιά κρυφά. Δεν μπορούσαμε να του χαλάσουμε το χατίρι. Τελικά ανάρρωσε από την περιπέτεια εκείνη κι έζησε άλλα 30 χρόνια, μέχρι τα 89 που μας άφησε.
Όπως και η μητέρα μου Ειρήνη, ο πατέρας είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Όταν πήγαινε στο σχολαρχείο, όπου ήταν άριστος μαθητής, ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός του Κωνσταντίνος, τον οποίο ο παππούς Παναγής είχε στείλει στη Γερμανία για να σπουδάσει γεωπόνος, πέθανε από φυματίωση πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του. Στη συνέχεια ο παππούς, που είχε δανειστεί από τοκογλύφους για να σπουδάσει τον Κωνσταντίνο, σταμάτησε τον πατέρα από το σχολείο και του πήρε πρόβατα για να ξεπληρώσει το χρέος. Αυτό τραυμάτισε την παιδική ψυχή του πατέρα ανεπανόρθωτα.
Εκεί στις ερημιές, βόσκοντας τα πρόβατα, ο πατέρας έμαθε να τραγουδάει τον πόνο του κάνοντας μουσική με τα φύλλα των δένδρων. Σύντομα θα πέθαινε και η μητέρα του, η γιαγιά Ασήμω, κι ο πατέρας θα ήταν απαρηγόρητος. Βρήκε όμως το κουράγιο μέσα του, έκανε την καρδιά του πέτρα, εργάστηκε σκληρά και ξεπλήρωσε το χρέος του πατέρα του.
Αργότερα, σε κάποιο πανηγύρι που έπαιζε το βιολί, ο πατέρας γνώρισε την κατά δέκα χρόνια νεότερη και μετέπειτα σύζυγό του Ειρήνη και την ερωτεύτηκε. Έβαλε λοιπόν συμπεθεροκόπο να φτιάξει το προξενιό και η γνωριμία είχε ευτυχές τέλος. Ο Χαράλαμπος, που έλαμπε από χαρά, παντρεύτηκε την Ειρήνη, που του έφερε ειρήνη στην ψυχή, και έφεραν στο κόσμο 5 υγιέστατα παιδιά, το δεύτερο από τα οποία ήμουν εγώ. Οι γονείς μου ήταν οι πιο πολύτεκνοι στο χωριό! Δυο-τρεις άλλες οικογένειες είχαν σταματήσει στα τέσσερα παιδιά. Οι περισσότεροι είχαν από δύο. Και γι΄ αυτό, δυστυχώς, μας ζήλευαν πολλοί.
Εκτός από χορό, ο πατέρας μας μάθαινε και ποιηματάκια. Ένα που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου ήταν ο “Γκιώνης”, του αξεπέραστου ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Παραθέτω εδώ τους στίχους σαν θυμίαμα, με την ελπίδα να τους διαβάσει ο πατέρας στον Ουρανό και να βιώσει ξανά την γλυκύτατη εμπειρία της πατρότητας:
Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ΄ άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τʼ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει, σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κανει.
Και γι αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει…
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!
Πολύ συχνά ο πατέρας μας εφιστούσε την προσοχή στο μονότονο τραγούδι ενός πουλιού, κάτι σαν μοιρολόι μόλις έπεφτε η νύχτα, λέγοντας: “Αυτό το πουλί είναι ο Γκιώνης”! Κι εμείς συγκινημένα στήναμε αυτί προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε τις λέξεις του πουλιού…
Ήταν δυνατό μυαλό ο πατέρας. Και μάλιστα ήταν καλλιγράφος και ορθογράφος. Σπάνια θα έβρισκα ορθογραφικό ή συντακτικό λάθος στα γραπτά του. Του είχε μείνει όμως καημός που δεν σπούδασε. Ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός, ένα όνειρο που με ώθησε να υλοποιήσω εγώ. Θυμάμαι όταν ήμουνα 15 ετών που με είχε φέρει στην Αθήνα για να κάνω εγχείρηση αμυγδαλών. Η κλινική ήταν στη οδό Μάρνη. Περνώντας απέξω από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο πατέρας μου έθεσε την πρόκληση. «Αν είσαι έξυπνη απόδειξέ το με το να πετύχεις να μπεις στο Πολυτεχνείο. Εδώ μέσα μπαίνουν τα πρώτα μυαλά».
Η πρόκληση αυτή χαράχτηκε βαθιά στην καρδιά μου, κι έβαλα στόχο να μην απογοητεύσω τον πατέρα. Και πράγματι στο θέμα των σπουδών δεν τον απογοήτευσα. Αλίμονο όμως, 15 χρόνια αργότερα επρόκειτο να τον απογοητεύσω με το διαζύγιό μου, όπως μου εξομολογήθηκε το 1976. Ο πατέρας είχε κι εδώ δίκιο…
Αν με “ακούς” πατέρα, σου ζητώ συγνώμη. Λυπάμαι που σε πίκρανα. Λυπάμαι που δεν σου χάρισα εγγονάκια. Όχι, δεν θα δικαιολογηθώ γι’ αυτό, δεν θα επικαλεστώ κάποια ελαφρυντικά, που ίσως υπάρχουν.
Τέλος θ’ αναφερθώ στις ανησυχίες που ο πατέρας είχε εκφράσει επανειλημμένα για το πού πάει αυτή η χώρα. Έβλεπε ασυδοσία, έβλεπε σπατάλη και καλή ζωή, αλλά κατά τη γνώμη του αυτά δεν δικαιολογούνταν. Έλεγε ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον και κάποια στιγμή κάτι θα ξεσπούσε.
Πριν από 35 χρόνια προέβλεπε ότι αργά ή γρήγορα θα ερχόταν μια οικονομική καταστροφή… Και δυστυχώς βγήκε αληθινός.
Ας έχει γαλήνη η ψυχή σου πατέρα μου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μένα. Άραγε, την Ειρήνη μας, την εγγονούλα σου πατέρα, που έφυγε στα 17, μπορείς να την κρατάς στην αγκαλιά σου εκεί στον ουρανό όπως την κρατούσες στη φωτογραφία όταν ήταν νήπιο;
